περονιαίος

περονιαίος
-α, -ο, Ν
ανατ. ο σχετικός με την περόνη (α. «περιονιαία αρτηρία» β. «περινιαίοι μύες» γ. «περονιαίο νεύρο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. peronier (< περόνη + κατάλ. -ιαίος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”